- Αίας
- I
Όνομα δύο μυθολογικών προσώπων.1. Α. ο Τελαμώνιος. Ομηρικός ήρωας, ο γενναιότερος των Ελλήνων στην Τροία, μετά τον Αχιλλέα, ο οποίος διακρινόταν επίσης για τη μεγαλοπρέπεια και το ήθος του. Ήταν γιος του Τελαμώνα –ο οποίος ήταν γιος του Αιακού και είχε εγκατασταθεί στη Σαλαμίνα– και της Περίβοιας ή Ερίβοιας. Αδελφός του από άλλη μητέρα ήταν ο περίφημος τοξότης Τεύκρος. Σε αττικούς μύθους παρουσιάζεται ως γιος του Θησέα και γενάρχης της Αιαντίδας φυλής. Τόση ήταν η γενναιότητα και η δράση του στην Τροία, ώστε ο Όμηρος τον αποκαλεί «έρκος Αχαιών».Τραγικός στάθηκε ο θάνατός του· όταν αρνήθηκαν να του δώσουν τα όπλα του νεκρού Αχιλλέα, σε έναν παροξυσμό της οργής του όρμησε να σφάξει τους Ατρείδες και τον Οδυσσέα, που είχε πάρει τα όπλα. Η Αθηνά όμως του σκότισε το λογικό και έστρεψε την οργή του εναντίον των κοπαδιών των Αχαιών. Όταν συνήλθε, αναλογίστηκε τη γελοιοποίησή του και γεμάτος απελπισία αυτοκτόνησε πέφτοντας πάνω στο ξίφος του.Η μορφή του Α. είχε εμπνεύσει τον Αισχύλο στη χαμένη τριλογία του Όπλων κρίσις, Θράσσαι, Σαλαμίνιαι και τον Σοφοκλή στη σωζόμενη τραγωδία του Αίας, όπως επίσηςκαι πολλούς μεταγενέστερους.2. Α. ο Οϊλέως ή Λοκρός. Ομηρικός ήρωας. Γιος του βασιλιά των Οπουντίων Λοκρών Οΐλέα και της Εριωπίδας, από τους μνηστήρες της Ελένης, πολέμησε στην Τροία πάντα σχεδόν δίπλα στον Τελαμώνιο, που τον συναγωνιζόταν στην ανδρεία. Όταν επέστρεφε, η Αθηνά, που τον μισούσε, σήκωσε τρικυμία και έπνιξε όλα τα πλοία του κοντά στον Καφηρέα. Κατέφυγε σε έναν βράχο, αλλά κι από εκεί καταποντίστηκε, όταν ο Ποσειδώνας χτύπησε την πέτρα με την τρίαινά του (επειδή ο Α. είχε καυχηθεί πως νίκησε την οργή του).
Λεπτομέρεια αττικού αμφορέα του 6ου αι. π.Χ., που απεικονίζει τον Αίαντα να μεταφέρει τον νεκρό Αχιλλέα.
IIΠαράσταση του Αίαντα και του Αχιλλέα σε αττικό αμφορέα.
Τραγωδία του Σοφοκλή. Βλ. λ. Σοφοκλής.* * *(-αντος), ο (Α Αἴας)όνομα δύο γνωστών ομηρικών ηρώων, τού Αίαντος τού Τελαμώνιου, βασιλιά τής Σαλαμίνας, και τού Αίαντος τού Οϊλήος, ηγεμόνα των Λοκρών.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για όνομα χθόνιου θεού, που παράγεται από την λ. αἶα με τη σημασία τής «γης». Άλλοι ετυμολογούν το όνομα επίσης από το αἶα, αλλά με τη σημ. τής «μητέρας (γης)» ή τής «μητέρας» ως γνήσιας συζύγου, σε αντίθεση με το όνομα τού Τεύκρου (αδελφού τού Αίαντος), που δήλωνε τον νόθο γιο, τον γιο τής παλλακίδας («τεῦχρος ἀδελφὸς νόθος», Ησύχ. στη λ.). Απίθανη φαίνεται η ετυμολογία τής λ. Αἴας από τ. αί-wa (AἴFavs) τής Μυκηναϊκής (από πινακίδα τής Κνωσού), που σήμαινε πιθανόν όνομα βοδιού (οπότε το AἴFavs είναι πιθ. υποκοριστικό τού ΑἴFολος < aἴFolos «ταχύς» — πρβλ. Βουκάς < βουκόλος).ΠΑΡ. αρχ. Αἰάντειος, Αἰαντίδης].
Dictionary of Greek. 2013.